άκλαδος

άκλαδος
(I)
-η, -ο [κλάδος]
1. αυτός που δεν έχει κλαδιά
2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος.
————————
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν κλαδεύτηκε, ο ακλάδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κλαδεύω.
ΠΑΡ. ακλαδιά, ακλαδούρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άκλαδος — άκλαδος, η, ο και ακλάδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει κλαδιά: Το δέντρο ήταν ακόμη μικρό κι άκλαδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακλαδιά — η [άκλαδος (ΙΙ)] αμπέλι ακλάδευτο ή, γενικότερα, ακαλλιέργητο …   Dictionary of Greek

  • ακλαδούρα — η [άκλαδος (ΙΙ)] η ακλαδιά …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”