- άκλαδος
- (I)-η, -ο [κλάδος]1. αυτός που δεν έχει κλαδιά2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος.————————(II)-η, -οαυτός που δεν κλαδεύτηκε, ο ακλάδευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κλαδεύω.ΠΑΡ. ακλαδιά, ακλαδούρα].
Dictionary of Greek. 2013.